εκκινώ

εκκινώ
(ε) αμετ.
1) отправляться; отходить; отплывать; пускаться в путь; 2) стартовать; 3) исходить (из чего-л.), отталкиваться (от чего-л.);

εκκινώ εκ σφαλερας αφετηρίας εις τούς συλλογισμούς μου — исходить в своих суждениях из ошибочной предпосылки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκκινώ" в других словарях:

  • εκκινώ — ( έω) (AM εκκινῶ) ξεκινώ, αρχίζω να μετακινούμαι νεοελλ. αναγκάζω κάτι να ξεκινήσει αρχ. 1. βγάζω έξω, αναγκάζω να βγει από την κρύπτη 2. ερεθίζω, εξάπτω …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • ξεκινώ — άω 1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...») 2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κινῶ (αόρ. ἐξ εκίνησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος… …   Dictionary of Greek

  • υπεκκινώ — έω, Μ θέτω σιγά σιγά σε κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκινῶ «αρχίζω να μετακινούμαι, βγάζω έξω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»